4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Κώστας Ζουράρις

ΙΣΑΛΟΣ ΓΡΑΜΜΗ

_Το βάναυσον ου μετέχει της πόλεως_
Αριστοτέλης

Το βάναυσον είναι ο κύριος Κούβελας. Και ο λαπάς της πολιτικής
ηγεσίας μας, δηλονότι του τριφασικού κομματισμού που μας
ορίζει. O λαπάς αυτός έχει πια ξεχειλίσει, καθίσταται
βάναυσος.
Διότι η Πόλις αυτή, η των Ελλήνων του Ιερού Κοινού πόλις, αυτή
υπήρξε πάντοτε η Πόλις των Ποιητών: _μήγαρις έχω άλλο τι στον
νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;_. _Μονάχη μου έγνοια η
γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου__ ναι, _η υδάτινη και
μάλλον ελληνιστικού πολιτισμού αυτή πόλις, αιωρείται στους
ουρανούς_εκεί, καθώς τα σπίτια είναι όλα καμωμένα από
πυρκαϊές, οι κάτοικοι ζουν μέσα στις φλόγες, καίγονται συνεχώς
και ξαναγεννιούνται συνεχώς_, ναι και πάλι ναι!
_Τί θα πει φως; Να κοιτάς μ_ αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια!__
Ναι, κύριε Κούβελα: τούτη την πόλη των ποιητών, _το δε την
πόλιν σοι δούναι, ουτ_ εμόν εστίν ουτ_ άλλου τινός των
κατοικούντων εν ταύτη__ _τούτη την Ποίηση που σε γέννησε, την
σπίλωσες. Τούτη, όλα αυτά και τα επίλοιπα, γιατί ξεχείλισε πια
η βαρβατίλα του ρωμαλέου τίποτα.
Ευτυχώς: Δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες δημόσια καταγγελία
τριάντα πέντε ανθρώπων, _αντί στεφάνου, _σήμερα 15 ΜαΪου 1992,
στη μνήμη του ποιητή Νίκου Γκάτσου_.
Αντιγράφω σήμερα όλη την καταγγελία μαζί με τις υπογραφές,
γιατί αναλογίζομαι, πως στην περιπέτεια της αρετής και της
φιλότητος και της αγάπης, οι αντιγραφείς - διάκονοι συνεχώς
διέσωσαν για μας τα όσια του ανθρώπου, εκεί που το βάναυσον
_σκοτεί την σύνεσιν και όλον τον άνθρωπον εις αναισθησίαν
παρασύρει_και_το αυτεξούσιον, το θεοειδές της ψυχής, δι ενός
δολερού ρήματος, ή χειλέων συρίσματος_ -όπως π.χ. ο ποιητής
είναι ένας λαπάς- _ώσπερ τι άψυχον όργανον ώδε κακείσε όπου
βούλεται περιφέρει_ (Μέγας Βασίλειος, Migne P.G. 30, 817A).
Κι επειδή η ελληνίδα Πόλη των ποιητών μας δίδαξε το
αυτεξούσιον και το θεοειδές της ψυχής, έπεται το διακόνημα της
σωτήριας αντιγραφής:
_Περιμένοντας μάταια ως τώρα μια κάποια αντίδραση της
πολιτικής ηγεσίας του τόπου στην πρωτοφανή ασχημία του πρώην
υπουργού Πολιτισμού Κούβελα, κι επειδή αυτή η σιωπή καθιστά
συνένοχο όλον τον πολιτικό κόσμο και δημιουργεί οδυνηρό
προηγούμενο στις σχέσεις Πολιτικής Εξουσίας και Πολιτισμού,
καταθέτουμε αυτήν την καταγγελία, σήμερα 15 ΜαΪου 1992, αντί
στεφάνου στην μνήμη του ποιητή Νίκου Γκάτσου_.
Αμπατζόγλου Πέτρος, Αργυρίου Αλέκος, Αρσένη Κίττυ, Βαγενάς
Νάσος, Βακαλό Ελένη, Βέλτσος Γιώργος, Βογιατζής Λευτέρης,
Βούλγαρης Παντελής, Γαλανάκη Ρέα, Γεωργουσόπουλος Κώστας,
Γιανναράς Χρήστος, Γκισομούλης Κωστής, Γλέζος Γιάννης,
Δεληβοριάς ’γγελος, Δημουλά Κική, Ζέη ’λκη, Καμπανέλης
Ιάκωβος, ΚαραΪνδρου Ελένη, Κεσσανλής Νίκος, Κοντός Γιάννης,
Κοτζιάς Αλέξανδρος, Κούνδουρος Νίκος, Λυκουρέζος Αλέξανδρος,
Μαμαγκάγκης Νίκος, Μανιώτης Γιώργος, Μαστοράκη Τζένη, Μηλιώνης
Χριστόφορος, Μιλλιέξ Τατιάνα, Μίσσιος Χρόνης, Μιχαηλίδης
Γιώργος, Μουρσελάς Κώστας, Πλασκοβίτης Σπύρος, Ραπτόπουλος
Βαγγέλης, Ρωμανού Χρύσα και Σωτηρίου Διδώ.
Ευτυχώς, αυτοί οι τριάντα πέντε δεν ήταν μόνοι τους. Πολλοί
και παντού, στα κατ_ ιδίαν, στα MME και αμφί πλήθουσαν αγοράν,
φώναξαν, αγανάκτησαν, μελαγχόλησαν και, νομίζω, όλοι μαζί
φοβηθήκαμε, ή πρέπει ν_ αρχίσουμε να φοβόμαστε. Όλοι μας,
εκτός από το τρικομματικό μας σύστημα, που λούφαξε. Οι
επίσημοι του τρικομματισμού εννοώ, εκεί στην Βουλή και στην
Κυβέρνηση κι όχι ανεπισήμως. Ίσως, διότι όπως λέει κι ο
Καβάφης, _βλάπτουν και οι τρεις την Συρία εξ ίσου__
Έκανα κι εγώ, ως πολίτης της καθ_ ημάς Χωματερής το καθήκον
μου. Φιλοξένησε την λαπαδιασμένη μου ψιχάλα ο επί ευανδρία
ασκών την δημοσιογραφία, Γιάννης Τριάντης, στην πάσχουσα
φιλοκαλίαν και όχι απειροκαλίαν, σελίδα του της
Ελευθεροτυπίας. Αλλά προκειμένου περί Κούβελα, ο οποίος
εμμενώς, δηλώνει ευθαρσώς Σκληρός κατά το πολιτικόν του
εγχείρημα, δηλαδή βλήμα, τύπου πάντσερ ντιβιζιόν προκύπτει
αίρεσις, όπως θα έλεγε αμήχανος κι ο Εμ. ΡοΪδης:
Κύριε Κούβελα, σου πρέπει ψιχάλα ή ροχάλα;
Αμήχανον τέχνημα, πάντοτε, η αγαπητική επαφή.
Έχω λοιπόν τύψεις, διότι στην σελίδα του Γιάννη Τριάντη, είπα,
πώς ο κύριος Κούβελας θα έπρεπε να θυμηθεί τον λαπά
μαραθωνομάχο Αισχύλο, τον εξ ίσου λαπαδιασμένο Λορέντζο
Μαβίλη, που έπεσε στον Δρίσκο, ώστε ελεύθερος κι ωραίος πια ο
κύριος Κούβελας να τον χαρακτηρίζει λαπά, κι επειδή ο εν λόγω
υπουργός Πολιτισμού, προεντεταμένου σκυροδέματος (τί φταίει,
αλήθεια, το καημένο το προεντεταμένο σκυρόδεμα;) και
χοντροπετσωμένου ξετσιπώματος, δηλαδή ο κατά Χριστόν αδελφός
μου Κούβελας, είναι χριστιανός εν ολομελεία, έχω λοιπόν
τύψεις:
Διότι, στην πρώτη μου λαπαδιασμένη φωνή, που αντιπαράθεσα στην
κλαγγή του αδελφού μου Κούβελα, δεν έπραξα όπως μας νουθετεί ο
Μέγας Βασίλειος: _Έοικεν ο μεν έλεγχος τέλος έχειν την
διόρθωσιν του αμαρτάνοντοςΑ ο δε ονειδισμός, επί ασχημοσύνη
του επταικότος γίνεται_ (M.P.G. 91, 885 C).
Με παρέσυρε το ειδωλολατρείας φρόνημα, που πάντα ελλοχεύει
εντός μας κι έτσι, αντί να ασκήσω έλεγχο τέλος έχοντα την
διόρθωσιν του αμαρτήσαντος αδελφού μου, φαίνεται πως διέπραξα
ονειδισμόν. Δημοσίευσα στον ευαγή μου Τριάντη ότι ο αδελφός
μου Κούβελας είναι _χριστεπώνυμος υποκόπανος_ Ναι. Έτσι είπα
κι έγραψα.
Ήμαρτον λοιπόν. Επιστρέφω, εν χριστεπωνυμική αδελφότητι στον
Μέγα Βασίλειο και ξαναρχίζω τον αγαπητικό ανασκολοπισμό του
αδελφού μου Κούβελα. Και να μη τόθελα, θα τόκανα, γιατί δεν μ_
αφήνει ο ’γιος: _O εφησυχάζων, και μη ελέγχων την αμαρτίαν του
αδελφού, άσπλαχνός εστί, ώσπερ ο τον ιόν εναφείς των δηχθέντι
υπό του ιοβόλου_ (M.P.G. 95, 1141 D).
Είμαι εν Χριστώ αδελφός σου, αδελφέ μου Κούβελα, αποπαίδι κι
εγώ πτωτικό της κοινής μας Κουροτρόφου και Βρεφοκρατούσας.
Βρέφη πτωχαλαζονείας είμαστε κι εσύ κι εγώ, χαμένα κορμιά κι
εγώ κι εσύ, άνθρωποι νεκροί προ θανάτου, που αναζητούμε όχι τα
επίγεια μαγγανεύματα και τα γεώδη κομψεύματα, αλλά τροφήν ου
ρέουσαν, ουδ_ απιούσαν, αλλ_ αεί μένουσαν, ης σιτοδότης ην
εκείνος_ Τροφήν αεί μένουσαν λαχταράει η σωματοψυχή μας. Κι
εκείνον τον σιτοδότην, τον ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε
πάντων και αοράτων.
Ποιητήν, Κούβελα αδελφέ μου, ακούς; Ποιητής ήταν και γι_ αυτό,
θέλων και λαπάς, προχώρησε εθελουσίως προς το εκούσιον πάθος.
Λαπάς, όχι πολιτικός. Κι είπε μια στιγμή να πει το
_παρελθέτω_, αλλά ήταν Ποιητής, βλέπεις, λαπάς ρε καρντάσι κι
όχι πετσί, κι έτσι λαπαδιασμένος ενέδωσε ο Ποιητής ουρανού και
γης.
Κι επειδή είσαι σπλάχνο των σπλάχνων μου και _ο εφησυχάζων,
και μη ελέγχων την αμαρτίαν του αδελφού, άσπλαγχνός εστίν_,
γι_ αυτό, δεν θα εφησυχάσω.
Κι επειδή, αδελφέ μου Κούβελα, σ_ έχει δαγκάσει ο Διάβολος ο
ιοβόλος, θα σε βοηθήσω να απαλλαγείς από τον ιόν.
’κου λοιπόν αδελφέ μου εν αμαρτίαις:
Αμάρτησες βαθειά, χοντρά και ανθελληνικά. Αμάρτησες
αντιχριστιανικά. Κι εγώ ο έσχατος των απειροελαχίστων και
ώσπερ σκώληξ κυλινδούμενος στον βόρβορο σε εκλιπαρώ: πρόσεχε
σεαυτώ. Πρόσεχε!
Αυτά, που είπες, κι είσαι και Υπουργός του Ελληνικού λαού,
δηλαδή υπό το έργο του, διάκονός του, είναι άγρια. Διότι εδώ
είμαστε ελληνικός λαός, δεν είναι παίξε - γέλασε. Εμείς δεν
έχουμε για ιδρυτικό συμβόλαιο ένα κατόρθωμα τεχνικό, όπως οι
πυραμίδες, ή μια πολεμική πράξη, όπως η γενοκτονία των
Ινδιάνων. Εμάς, μας έστησαν μπροστά στους θεούς μας και την
ταυτότητά μας δύο ποιήματα του Ποιητή. Πρώτη μας γνώση η Ιλιάς
και η Οδύσσεια, πρώτος μας Γενάρχης ένας ποιητής: ο Όμηρος.
Και πρώτη και τελευταία παρηγοριά μας για την γνώση και την
απόγνωσή μας, ένα συλλογικό ποίημα ενός αριστοκρατικού,
πολιορκημένου αλλά μη καθισμένου λαού: O Ακάθιστος Ύμνος των
Ελευθέρων Πολιορκημένων. Δος μοι λόγον, Λόγε, έψαλλαν για σένα
και για μένα, όλοι οι Λαπάδες του Γένους. Λαπάδες και
Ακάθιστοι. Γιατί έκατσε ο δικός σου λόγος, αδελφέ μου, Υιέ
Φωτός;
Πρόσεχε σεαυτώ, αδελφέ μου Κούβελα. Διότι αυτά που είπες, ότι
ο πολιτικός πρέπει να είναι κάτι σαν νταβατζής τεθωρακισμένης
μεραρχίας βαρέων υποκοπάνων, κι ότι οι ποιητές είναι λαπάδες,
τα ξανάπαν πριν από σένα, Αντίχριστοι Φασίστες και Ναζήδες,
που μιλούσαν για παρακμιακή Τέχνη και λαπάδες Ποιητές. Κι
είδες, ότι είχαν κακό τέλος οι Υπεράνθρωποι, διότι η ρώσσικη
ελληνορθόδοξη μεραρχία _’γιος Γεώργιος_, πρωτομπήκε στο
Βερολίνο κι έτσι ο ’η-Γιώργης μετέτρεψε σε πολτώδη βιομάζα
τους Γρανίτες της Πολιτικής.
Πρόσεχε σεαυτώ, εν Χριστώ καρντάσι Κούβελα. Σε ελέγχω στην
Αγιά Σοφιά στην Θεσσαλονίκη όπου εκκλησιάζεσαι, άμα λάχει να
ούμ_, κι είναι κι η τηλεόραση να παίρνει πλάνα. Εσύ δεν
εκκλησιάζεσαι, αυτο-ηδονίζεσαι: το τε βλέμμα υγρόν και το
νεύμα λυγρόν, πρώτος-πρώτος σαν τεθωρακισμένο που το γυαλίσανε
για παρέλαση και το παράστημα πυρίπνουν για να κρύβεις τον
πλαδαρό σκεμπέ που ξεχειλίζει γύρω-γύρω εκεί στο ψαρονέφρι και
το γκομινέ μαλλί, λάκα-πλάκα, τύπου ρετρό Πέμπτης Αυγούστου
(την επομένη του θριάμβου, για να _μαστε και σίγουροι), μ_ όλα
αυτά, εν Χριστώ καρντάσι, σαν θεούσα με ριγέ κοστούμι,
ασπρόμαυρο μυτερό παπούτσι και μυδράλλιο στο χέρι για τις
εισπράξεις από φιλμ του Αλ Πατσίνο, μοιάζεις.
Το μουστάκι όμως; Γιατί λείπει το μουστάκι; Γρήγορα, αδελφέ
μου κι εσύ κι εγώ, το μουστάκι: να μη μας περάσουν και για
χαντούμηδες_ Στο τέλος, θα μας πούνε και ποιητές_
Λοιπόν, αδελφέ μου εν Χριστώ, Κούβελα. Μοιάζεις,
ενδυματολογικά, φυσιο-κινησιο-γνωμικά και λεξικολογικά, μ_
όλους αυτούς, και δεν πρέπει, διότι εμείς ανήκουμε στην
ορθόδοξη Σύναξη των τριών Ιεραρχών ποιητών. Και δεν πρέπει
λοιπόν να μοιάζεις μ_ αυτούς τους Αντίχριστους που φοράνε
φαιοχίτωνη ριγέ πλαδαρότητα. Εμείς είμαστε, ταπεινά, ρωμαλέοι
Αθλοφόροι του Αμνού. Και ως Αμνοί, στιβαροί. Γι_ αυτό, πρέπει
επειγόντως να πας στον Γέροντά σου ή στο ’γιο Όρος κι αυτοί θα
σου βάλουν κανόνα. Μέχρι τότε όμως σε ελέγχω αγαπητικά, εγώ ο
ελάχιστος των δούλων σου, γιατί υπακούω στον Μέγα Βασίλειο.
Διότι αν ο αδελφός σου εν Χριστώ, _λόγω δήθεν της ιδίας
μακροθυμίας εφησυχάση, διπλήν αμαρτίαν αμαρτάνειΑ ότι τε αυτός
παραβαίνει την εντολήν την λέγουσαν, _Ελεγμώ ελέγξεις τον
πλησίον σου_και κοινωνός του αμαρτάνοντος δια της σιωπής
γίνεται και ότι τον δυνάμενον ίσως κερδηθήναι δια των
ελέγχων_τούτον αφίησιν εναπολέσθαι τω κακώ_ (M.P.G. 31,
1237A).
Σε ελέγχω λοιπόν αγαπητικά και σε καθικετεύω, αδελφέ μου να
ψάλλεις μαζί μου τον στίχο από την Ακολουθία του Μεγάλου
Κανόνα του Αγίου Ανδρέα Κρήτης:
απώλεσα το πρωτόκτιστον κάλλος και άρτι κείμαι γυμνός.
Ναι, αδελφέ μου Κούβελα. Ακόμη μια προσπάθεια. Έλα. Μαζί.
Γιατί κι εγώ το απώλεσα. Μου μοιάζεις και σου μοιάζω. Έλα,
αδελφέ μου Κούβελα, κουράγιο και στους δυό μας, του προ
θανάτου νεκρούς. ’λλη μια φορά. Ναι:
απώλεσα το πρωτόκτιστον κάλλος και άρτι κείμαι γυμνός.
Πες ήμαρτον σ_ ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της Ελληνικής
γλώσσας, πες ήμαρτον στον ’γιο Ανδρέα Κρήτης, που τον είπες
λαπά. Και είτα απόλυσις. Ναι καλέ μου αδελφέ. Γύρνα σπίτι σου
και άσκησε εκεί υπομονή, υπακοή και ταπείνωση στους δικούς σου
και τον Γέροντά σου, γιατί η σωματοψυχή σου είναι ταραγμένη.
Κι άσε τα Κοινά στους άλλους. Εσύ κοίτα να αποσώσεις λίγο το
παράπονο που κρύβεις μέσα σου. ’σε τους δικούς σου και τον
Γέροντά σου να σε χαϊδέψουν κι άσε τα Κοινά. Αρκετά ταραγμένα
είναι τα πολιτικά μας με τα Σκοπιανά μας και που θ_ ακούσουμε
όπου νάναι τα σχολιανά μας από την ανεμελιά μας. Δεν μας
χρειάζονται από πάνω και ταραγμένοι άνθρωποι. Ύπαγε εν ειρήνη
και μεταμελεία, αδελφέ μου Κούβελα. Σπίτι σου. Και χριστιανά
τα τέλη της ζωής σου, ήσυχα, ανεπαίσχυντα, ποιητικά.
Το γαρ βάναυσον, ου μετέχει της Πόλεως.
Με μετάνοια και αγάπη, ο ελεεινότερος των αδελφών σου,
Κώστας Ζουράρις

Υ.Γ. 1ο: Αδελφοί αναγνώστες, μου συνέβη αυτό που λέμε στην παράδοσή μας,
μια _καλή
αλλοίωσις_. Ξεκίνησα να θάψω τον Κούβελα, κι όσο συνέχιζα, ένοιωθα να τον
αγαπώ και
πιο πολύ. Προς το τέλος, ένοιωθα αρχή δακρύων κι αν ήταν δίπλα μου θα
έπεφτα στην
αγκαλιά του και θα του ζητούσα συγγνώμην, λέγοντάς του: _αν θέλεις, είμαι ο
λαπάς
σου, είμαι ο λαπάς σου, ό,τι θέλεις γίνομαι_. Έχουμε κι εμείς οι Ορθόδοξοι
πότε-πότε τα τυχερά μας. Ξεκινούμε εχθροί αλαζονικοί και υπερυψούμεθα σε
μια
αγαπητική υποδούλωση στους εχθρούς μας.

Υ.Γ. 2ο: Ουδείς πονηρός πολιτευτής να μην εκλάβει την αγαπητική του Κούβελα
_διόρθωσιν_, ως γενικόν κόλαφον κατά της Νέας Δημοκρατίας. Γνωρίζω ουχί
ευαρίθμους
Νεο-δημοκράτες, άρρενες και θήλεις, που στενοχωρέθηκαν και αγριεύτηκαν μ_
αυτά τα
του αμαρτήσαντος αδελφού μου. H διόρθωσις απευθύνεται, χωρίς καμιά
γενίκευση, μόνον
και αποκλειστικώς προς τον Κούβελα, βάσει της ορθοδόξου αρχής, _ουδέν
ενικώτερον
προσώπου: ουδεμία λοιπόν γενίκευση. Αυτά συμβαίνουν παντού και ίσως
χειρότερα.
Έλεγχος προσώπου γίνεται, με τους όρους μάλιστα της ορθόδοξης μαρτυρίας μας
κι όχι
με αντιπολιτευόμενη εγκοσμιοκρατική κρυψιβουλία. Θέλω να πω δηλαδή, ότι δεν
είμαι
κρυπτο-κομματάρχης του φίλου μου του Στέλιου Παπαθεμελή, ο οποίος δεν
τρίβει τα
χέρια του με την αμαρτία του αδελφού μας Κούβελα, αλλά θλίβεται ειλικρινώς,
γιατί
συνομολογεί κι αυτός μέσα στην κοινή μας Ευχαριστιακή Σύναξη.

Υ.Γ. 3ο: Προς τον συνάδελφο και φίλο Νίκο Μάργαρη:
Σαφώς και μετά χαράς δέχομαι τον όρο σου παλαιο-ορθόδοξος, αλλά δεν συμφωνώ
όταν με
χαρακτηρίζεις και εθνικιστή. Ας σου πω πολύ απλά το γιατί, και να σε φέρω
σε
αμηχανία, έτσι για να διασκεδάσω: συμφωνώ πλήρως (και στο λέω ειλικρινώς)
με το
άρθρο σου στο τεύχος του ΜαΪου του 1992. Θα το υπέγραφα με χέρια και με
πόδια. Τα
ίδια λέγω κι εγώ στους φοιτητές μου.
’ρα, μήπως είσαι εθνικιστής; Ή μήπως εγώ είμαι άλλο πράγμα; Αλλά το λες κι
εσύ με
τον τρόπο σου, στο κείμενό σου: δεν είσαι εθνικιστής αλλά δεν σου πάει και
το
σκορποχώρι. Αυτό, πάνω-κάτω ψελλίζω κι εγώ.
Ίσως όμως αυτά, ας μείνουν ωραία ερεθίσματα για έναν διάλογο που θα τον
χαρούμε εδώ
κι αλλού κι αλλιώς.